Σελίδες

Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

"Θα σ' αγαπώ ό,τι κι αν γίνει"







«Η ιστορία ενός παιδιού και του αγγέλου του»


  Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα παιδί που είχε έρθει η σειρά του να γεννηθεί και να έρθει στην γη. 
Εκείνες τις μέρες το παιδί ανήσυχο ρώτησε τον Θεό:
«Μου λένε ότι θα με στείλεις στην γη αύριο… αλλά πώς να ζήσω εκεί τόσο μικρό και αβοήθητο;»

  Ο Θεός απάντησε:
«Μέσα στους τόσους αγγέλους, έχω διαλέξει έναν και για 'σένα. Θα σε περιμένει και θα σε φροντίζει στην γη
«Αλλά…» είπε το παιδί, «..εδώ στον Παράδεισο δεν κάνω τίποτε άλλο από το να παίζω, να τραγουδώ και να γελώ. Μόνο αυτά χρειάζομαι για να είμαι ευτυχισμένο.»

Ο Θεός είπε:
«Ο άγγελος θα σου τραγουδά κάθε μέρα. Θα νιώθεις την αγάπη του αγγέλου σου και θα είσαι ευτυχισμένο.»

Όμως…» είπε το παιδί, «… πώς θα μπορώ να καταλαβαίνω όταν οι άνθρωποι μου μιλούν, αφού δεν ξέρω την γλώσσα τους.»

«Αυτό είναι εύκολο», είπε ο Θεός. «Ο άγγελός σου θα σου λέει τις πιο όμορφες και πιο γλυκές λέξεις που άκουσες ποτέ,  και έτσι με πολλή υπομονή και φροντίδα, ο άγγελός σου θα σου διδάξει πώς να μιλάς».

Το παιδί κοίταξε ψηλά στον Θεό και είπε:
 «Και τι θα κάνω όταν θέλω να μιλήσω σε Εσένα;

Ο Θεός χαμογέλασε στο παιδί και του είπε:
 «Ο άγγελός σου, θα σου βάλει τα χεράκια μαζί και θα σου δείξει πώς να κάνεις την προσευχή σου σε μένα.»

Το παιδί τότε είπε:
«Έχω ακούσει ότι στη γη υπάρχουν κακοί άνθρωποι. Ποιος θα με προστατεύσει;»

Ο Θεός έβαλε το παιδί στην αγκαλιά του λέγοντας:
«Ο άγγελός σου θα σε προστατεύει, ακόμα και αν αυτό σημαίνει το δικό του κακό!»
  
Το παιδί ήταν λυπημένο και είπε στον Θεό:
«Αλλά θα είμαι πάντα λυπημένο επειδή δεν θα μπορώ να σε βλέπω πιά.»

Ο Θεός αγκάλιασε το παιδί.
 «Ο άγγελός σου θα σου μιλά πάντα για 'μένα και θα σου δείξει τον δρόμο να έρθεις πάλι πίσω μαζί μου. Εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου».

Εκείνη την στιγμή ήταν απόλυτη γαλήνη στον Παράδεισο, αλλά φωνές από την γη μπορούσαν ήδη να ακουστούν.

 Το παιδί αμέσως, ρώτησε απαλά:
 «Ω, Θεέ μου, αν είναι να φύγω τώρα, πες μου σε παρακαλώ το όνομα του αγγέλου μου!

Ο Θεός απάντησε:
 «Το όνομα του αγγέλου σου δεν είναι σημαντικό…
 ...εσύ απλά θα την φωνάζεις “Μαμά!»


Το τέλος της ιστορίας...
Η αρχή της δημιουργίας...






«Η θυσία της μάνας»

Κάποτε σε μια φτωχική γειτονιά, ζούσε μια μονόφθαλμη μητέρα με το μονάκριβο παιδί της. Ένα αγοράκι τεσσάρων ετών. Όμως αυτό ντρεπόταν πολύ για την όψη της  επειδή είχε ένα μάτι και δεν την ήθελε, την έβλεπε σαν τέρας! Έτσι, αναγκαστικά μεγάλωνε μαζί της, αλλά ποτέ δεν την δέχτηκε ούτε την παρουσίαζε στους φίλους του, ντρεπόταν πολύ με την αναπηρία της μητέρας του.

Τα χρόνια περνούσαν, το αγοράκι μεγάλωσε, τελείωσε τις σπουδές του και κανείς μέχρι αυτή τη στιγμή δεν είχε δει τη μητέρα του, γιατί την είχε καλά κρυμμένη. Ήλθε η ώρα που ο νεαρός αυτός γνώρισε την σύντροφο της ζωής του. Έκανε οικογένεια, σπιτικό και μια καλή δουλειά, αλλά ουδέποτε τους ανάφερε για την μητέρα του. Τους είχε πει ότι την είχε χάσει όταν ήταν μικρός. Αυτός όμως πήγαινε κρυφά καμιά φορά και την έβλεπε στην φτωχική της παράγκα.

Κάποτε πέρασε πολύς καιρός χωρίς να πάει να την δει. Ο πόθος της μητέρας του και η υπέρμετρη αγάπη της για το μονάκριβο παιδί της, την έκανε να σχίσει τα βουνά και τα λαγκάδια κάποια μέρα για να πάει να τον βρει και να δει έστω και για λίγο το μονάκριβο θησαυρό της. Όταν εντόπισε που ζούσε ο γιός της, πλησίασε στο σπίτι και με φόβο κτύπησε την πόρτα του. Η πόρτα άνοιξε. Τα παιδιά του σπιτιού μόλις είδαν τη γριά  άρχισαν να φωνάζουν και να κλαίνε από το φόβο τους. Δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους τόσο άσχημη και «άγρια όψη. Ο πατέρας έτρεξε έντρομος να δει τι ακριβώς συμβαίνει και όταν την αντίκρισε άρχισε να φωνάζει έξαλλος, να την βρίζει και να την διώχνει από την έπαυλή του.

Αφού την είχε απομακρύνει αρκετά από το πλούσιο σπίτι του, της είπε με άγρια φωνή: «Τι γυρεύεις εδώ; Δεν σου είπα να μην έρθεις ποτέ στο σπίτι μου; Δεν θέλω να σε δει η οικογένειά μου και οι φίλοι μου!» Τότε η πικραμένη μάνα, σιωπηλή και με ανάμεικτα συναισθήματα, χαράς επειδή ξανάδε το μονάκριβο παιδί της και λύπης για την άσχημη συμπεριφορά του, πήρε τον δρόμο της επιστροφής.

Ο γιός της είχε θυμώσει τόσο πολύ που δεν πήγε να την ξαναδεί για πολύ καιρό, ώσπου κάποτε, κάποιο περίεργο μητρικό συναίσθημα τον οδήγησε έξω από την καλύβα της. Πλησίασε και χτύπησε την ερειπωμένη πατρική του πόρτα, αλλά απόκριση δεν πήρε. Την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει σαστισμένος, άκουσε μια φωνή απ’ το διπλανό φτωχόσπιτο να του λέει:
- Γυρεύεις κάτι αγόρι μου;
- Τη μάνα μου θέλω.
- Λυπάμαι πολύ λεβέντη μου, αλλά η μάνα σου, πάει καιρό που έφυγε απ΄ τη ζωή αυτή. Όμως μου έδωσε αυτό το γράμμα και με παρακάλεσε να στο δώσω μετά τον θάνατό της.

Το πήρε στα τρεμάμενα χέρια του και αφού το άνοιξε, άρχισε να διαβάζει:
«Μονάκριβο παιδί μου, τώρα πια δεν είμαι στη ζωή. Συγχώρεσέ με που δεν ήμουν η μάνα που ήθελες. Πρέπει όμως να ξέρεις την αλήθεια για όλα αυτά. Όταν ήσουν 2 χρονών, σε ένα δυστύχημα με τον πατέρα σου, ό οποίος χάθηκε από τότε, έχασες το ένα σου μάτι. Δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή σου χωρίς τα δυο σου μάτια. Ήθελα να έχεις όλα όσα χρειάζεσαι για μια ευτυχισμένη ζωή. Ήθελα να είσαι ένα φυσιολογικό παιδί, χωρίς να υστερείς σε τίποτα από τα άλλα παιδιά. Έτσι λοιπόν παιδί μου, ζήτησα να αφαιρέσουν το δικό μου μάτι για να σου το δωρίσω. Δεν πειράζει παιδί μου που με απαρνήθηκες, κι ας μου στέρησες την χαρά της μάνας. Το να σε βλέπω όμως να μεγαλώνεις, να σπουδάζεις, να κάνεις την δική σου οικογένεια, σαν μάνα καμάρωνα κρυφά για σένα.
Όμως να ξέρεις πως παρ’ όλα αυτά, σ΄ αγαπώ τόσο πολύ, όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Αν χρειαζόταν, θα σου έδινα και το άλλο μου μάτι, για να είσαι ευτυχισμένος.»

Ο γιός τότε, συνειδητοποίησε τι είχε κάνει η μητέρα του από την υπερβολική της αγάπη και έκλαψε πικρά για την άσχημη συμπεριφορά του απέναντί της, όμως ήταν πολύ αργά. Δεν πρόλαβε ποτέ να της πει ποσό πολύ την αγαπούσε. Δεν πρόλαβε να της δείξει την ευγνωμοσύνη του. Για όλα αυτά που έμαθε τώρα, καιγόταν και ήθελε να πέσει στα πόδια της, ζητώντας της ένα μεγάλο συγνώμη από τα βάθη της καρδιάς του. Μετάνιωσε πικρά για το μεγάλο κακό που της έκανε, στερώντας της το μητρικό δικαίωμα της αγάπης.





Η Μάνα
Γεώργιος Μαρτινέλλης
«Μάνα» κράζει το παιδάκι,
«Μάνα» ο νιος και «Μάνα» ο γέρος,
«Μάνα» ακούς σε κάθε μέρος,
Α! τι όνομα γλυκό.

Τη χαρά σου και τη λύπη,
με τη μάνα τη μοιράζεις,
ποθητά την αγκαλιάζεις,
δεν της κρύβεις μυστικό.

Εις τον κόσμον άλλο πλάσμα,
δεν θα βρεις να σε μαντεύει,
σαν τη μάνα που λατρεύει,
σαν τη μάνα που πονεί.

Την υγειά της, τη ζωή της,
όλα η μάνα τ' αψηφάει,
για το τέκνο π' αγαπάει,
για το τέκνο που φιλεί.

Όπου τρέχεις, πάντα η μάνα,
με το νου σε συντροφεύει,
σε προσμένει, σε γυρεύει,
μ' ανυπόμονη καρδιά.

Κι αν σκληρός εσύ φαρμάκια,
την ποτίζεις την καημένη,
πάντα η μάνα σ' απανταίνει,
με τα ολόθερμα φιλιά.

Δυστυχής όποιος τη χάνει,
ο καημός είναι μεγάλος.
Σαν τη μάνα δεν είν' άλλος,
εις τον κόσμο θησαυρός.

Κι' όποιος μάνα πια δεν έχει,
«Μάνα» κράζει στ' όνειρό του.
Πάντα «Μάνα» στον καημό του,
είν' ο μόνος στεναγμός!














Για τις μαμάδες όλου του κόσμου!
"Γιορτή της Μητέρας"